- φαιδρυντικός
- -ή, -ό1. αυτός που προκαλεί φαιδρότητα.2. ο ικανός να προξενεί φαιδρότητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαιδρυντικός — ή, ό / φαιδρυντικός, ή, όν, ΝΑ [φαιδρυντής] αυτός που προκαλεί φαιδρότητα … Dictionary of Greek
φαιδρυντικόν — φαιδρυντικός of masc acc sg φαιδρυντικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιδρυντικοί — φαιδρυντικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)